ἔννος
Look at other dictionaries:
κελαδεινός — κελαδεινός, ή, όν και αιολ. τ. κελαδεννός, ή, όν (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα εινός (αιολ. εννός), πρβλ. φα εινός / φα εννός] … Dictionary of Greek